- πέζα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στη πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.).
* * *ἡ, Α(δωρ. και αρκαδικός τ.)1. το πόδι2. περισφύριο κόσμημα3. (για χιτώνα) παρυφή4. (για τη θάλασσα) παραλία, αιγιαλός5. (για χώρα) συνοριακή γραμμή6. (για όρος) η κορυφογραμμή7. στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ, ο πεζόβολος8. μτφ. το τελευταίο άκρο οποιουδήποτε πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέζα (< *πεδ-jα) έχει σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα *ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με επίθημα -ja (πρβλ. γλώσσα < γλῶτjα, θρίσσα < θρίχ-ja, ὄσσα < ὄπja). Η λ. πέζα απαντά ως β' συνθετικό στη λ. τράπεζα*].
Dictionary of Greek. 2013.